βροντῇσι

βροντῇσι
βροντάω
thunder
pres subj act 3rd sg (epic ionic)
βροντή
thunder
fem dat pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βροντησικέραυνος — βροντησικέραυνος, ον (Α) (για τα σύννεφα) εκείνος που φέρνει βροντές και κεραυνούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροντησι < βροντώ + κεραυνός < κεραυνός (πρβλ. τερψίμβροτος)] …   Dictionary of Greek

  • ερυσίβη — και ερυσίφη, η (AM ἐρυσίβη) μύκητας τών φυτών και τών καρπών που προσβάλλει ιδιαίτερα το σιτάρι και το κριθάρι («αὐχμοὶ καὶ ἐρυσίβη», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη τού τύπου αλεξί κακος, βροντησι κέραυνος, τερψί μβροτος και εμφανίζει ως… …   Dictionary of Greek

  • ερυσίπελας — Οξεία φλεγμονή του υποδόριου ιστού –και ειδικότερα των λεμφαγγείων του– που προκαλείται από τον αιμολυτικό στρεπτόκοκκο· η φλεγμονή έχει μικρή τάση προς διαπύηση, αλλά σαφώς διεισδυτικό χαρακτήρα, εξαιτίας του οποίου γρήγορα επεκτείνεται και… …   Dictionary of Greek

  • θραυσίπτερος — θραυσίπτερος, ον (Μ) αυτός που έχει φτερά τα οποία σπάζουν εύκολα («θραυσίπτερον ἱέρακα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θραυσι (< θραύω), πρβλ. (βροντησι κέραυνος, τερψί μ βροτος) + πτερος (< πτερόν, πρβλ. ά πτερος, τανασί πτερος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”